γυαλοκοπώ

γυαλοκοπώ
γυαλοκοπώάω αμετ. блестеть, сверкать, сиять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γυαλοκοπώ" в других словарях:

  • γυαλοκοπώ — ( άω) είμαι στιλπνός, λάμπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ)] …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»